Αρχικά, τα αρχαία ελληνικά γράφονταν χωρίς τόνους και πνεύματα (κεφαλαιογράμματη γραφή,
χωρίς τονικά και άλλα σημάδια και σημεία στίξης) και προφέρονταν μουσικά/προσωδιακά. Αργότερα, όμως, κατά την ελληνιστική περίοδο, όταν η
ελληνική γλώσσα απλώθηκε στα πέρατα
του κόσμου, οι ξένοι λαοί – αλλά και οι
ίδιοι οι Έλληνες – δεν μπορούσαν πια να προφέρουν σωστά τη μουσική και αρμονική ελληνική γλώσσα, ενώ
παράλληλα σημειώθηκαν και μεταβολές
στην αρχαία
ελληνική από την επαφή της με τις άλλες γλώσσες. Επινοήθηκαν τότε από τους
αλεξανδρινούς γραμματικούς οι τόνοι και τα πνεύματα που θα διευκόλυναν την
εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας.
Στην αρχαία
ελληνική γλώσσα κάθε λέξη που αρχίζει από
φωνήεν, δίφθογγο ή ρ-
παίρνει
υποχρεωτικά πάνω σε αυτό ένα πνεύμα. Τα πνεύματα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας είναι
δυο: η ψιλή (᾽) και η δασεία (῾).
Παίρνουν ψιλή (᾽) οι περισσότερες λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν ή δίφθογγο
(π.χ. ἄνθρωπος, οἶκος κτλ.).
Παίρνουν δασεία ( ῾ ) όσες λέξεις αρχίζουν από υ- και ρ- και μερικές ακόμη (π.χ.ὕδωρ, ῥοή, κτλ.).

Στην
αρχαία ελληνική γλώσσα οι τόνοι που σημειώνονται πάνω από τα φωνήεντα ή
τις διφθόγγους είναι τρεις: η οξεία (΄), η βαρεία (`) και η περισπωμένη (~).
Οξεία:
Σημειώνεται πάνω από το φωνήεν της συλλαβής εκείνης που προφέρεται σε υψηλότερο
τόνο. Π.χ. αἱ πόλεις, ἐσπούδαζε
Βαρεία: Τονίζει
μόνο τη λήγουσα (τελευταία συλλαβή), που προφέρεται σε χαμηλότερο τόνο, όταν
δεν ακολουθεί σημείο στίξης. Π.χ. ἀγαθὸς
Περισπωμένη ή οξυβάρεια ( ^à~):
Σημειώνεται μόνο σε μακρές συλλαβές, όταν ο ομιλητής πρέπει να ανεβάσει και
αμέσως μετά να κατεβάσει τον τόνο της φωνής του κατά την προφορά του ίδιο
φωνήεντος. Έτσι, η λέξη «βῆμα» προφερόταν ως
«μπέὲμα».
Προκειμένου
να μάθουμε να γράφουμε και να τονίζουμε σωστά τις λέξεις στα
αρχαία
ελληνικά πρέπει να έχουμε πάντοτε στο μυαλό μας ότι:
·
Οι λέξεις αποτελούνται από
συλλαβές (τις
μετράμε από το τέλος της λέξης)
προπαραλήγουσα παραλήγουσα λήγουσα
·
Από τα φωνήεντα τα η και ω είναι μακρά, τα ε, ο είναι βραχέα και τα α, ι, υ δίχρονα (άλλοτε
μακρά και άλλοτε βραχέα).
·
Όλες οι δίφθογγοι (κύριες και καταχρηστικές) είναι μακρές (εκτός από –αι και -οι, οι οποίες όταν βρεθούν στο τέλος
της λέξης -και τότε μονάχα- είναι βραχύχρονες.
Π.χ. κή-ποῑς ≠ κῆ– ποĭ
(Εξαιρείται η ευκτική, όπου το -αι και το -οι στο τέλος της λέξης είναι
μακρόχρονες, αλλά αυτά τα θα δούμε στη Β’ Γυμνασίου).

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.